- σκευοφόριον
- σκευοφορέωcarryimperf ind act 3rd pl (doric)σκευοφορέωcarryimperf ind act 1st sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκευοφόριον — τὸ, Α βλ. σκευοφορεῑον … Dictionary of Greek
σκευοφορείον — και σκευοφόριον, τὸ, ΜΑ [σκευοφόρος] ράβδος που στηρίζεται στους ώμους και στα δύο άκρα της είναι αναρτημένα δοχεία για μεταφορά διαφόρων πραγμάτων μσν. στον πληθ. τὰ σκευοφορεῑα ή σκευοφόρια αποσκευές … Dictionary of Greek